διαθερμία

διαθερμία
Θεραπευτική μέθοδος που αποσκοπεί στην ανύψωση της θερμοκρασίας των ιστών που βρίσκονται στα βαθύτερα στρώματα. Στηρίζεται στο φαινόμενο Τζάουλ, κατά το οποίο ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής συχνότητας και έντασης μερικών δεκάτων του αμπέρ μετατρέπεται σε θερμότητα. Με την ανύψωση της θερμοκρασίας των ιστών αυξάνονται τοπικά η αιμάτωση και ο μεταβολισμός τους. H δ. χρησιμοποιείται στη φυσιοθεραπεία για την ανακούφιση του πόνου και στη χειρουργική για τον καυτηριασμό και την αιμόσταση.
* * *
η
θεραπευτική μέθοδος αναλγητικής αγωγής με τη χρήση υψηλής συχνότητας εναλλασσόμενου ρεύματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαθερμία — η (ιατρ.), ηλεκτροθεραπευτική μέθοδος που θερμαίνει τους ιστούς του σώματος: Ο γιατρός τού συνέστησε διαθερμίες για τους πόνους της μέσης του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαθερμασία — η (Α διαθερμασία) [διαθερμαίνω] η διαθερμία αρχ. πλήρης θέρμανση σε όλη την έκταση …   Dictionary of Greek

  • διαθερμικός — ή, ό αυτός που γίνεται με διαθερμία* …   Dictionary of Greek

  • διαθερμοπηξία — η θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιεί τη διαθερμία για την καταστροφή ορισμένων ιστών …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροθερμία — η 1. φυσ. η εφαρμογή τών νόμων τής φυσικής για τη μετατροπή τής ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμότητα 2. ιατρ. η διαθερμία*, η παραγωγή θερμότητας με ηλεκτρικό ρεύμα για θεραπευτικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrothermy <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”